ψυχογραφώ

ψυχογραφώ
-έω, Ν
περιγράφω τις ψυχικές ιδιότητες ενός προσώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Π. Τριανταφυλλίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψυχογραφώ — ψυχογράφησα, περιγράφω τις ψυχικές ικανότητες ενός ατόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψυχογράφημα — το, Ν [ψυχογραφώ] η περιγραφή τών ψυχικών διαθέσεων ενός προσώπου …   Dictionary of Greek

  • ψυχογράφημα — το, ατος το αποτέλεσμα του ψυχογραφώ, η περιγραφή των ψυχικών διαθέσεων ενός ατόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”